- ὑπέμειναν
- ὑπομένωstay behindaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπομένω — ὑπομένω, ΝΜΑ [μένω] κάνω υπομονή, δείχνω εγκαρτέρηοτ|, υποφέρω ή ανέχομαι κάτι (α. «οι Έλληνες στρατιώτες που πολέμησαν στη Μικρά Ασία υπέμειναν πολλές κακουχίες» β. «δούλειον ζυγὸν ὑπομένειν», Πλάτ.) αρχ. 1. μένω πίσω («οἱ δ ἅμα πάντες… … Dictionary of Greek
гладьныи — (20) пр. 1. Голодный, испытывающий голод: аще бы кѹю силѹ имѣлъ не бы гладенъ. ПНЧ 1296, 61; дрѹгы˫а прилетѣвъше гладны болѣзнь большю ми даю(т) (λιμῷ) ГА XIII–XIV, 141в; инѣмъ подающа пища. гладна себе оставити. ПНЧ XIV, 115г; аще и студенъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ηράκλειος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (610 641 μ.Χ.), η βασιλεία του οποίου αποτέλεσε σταθμό για τη βυζαντινή ιστορία. Τα μεγάλα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Η. ήταν εξωτερικά (η περσική απειλή από τα Α και η … Dictionary of Greek
Ηλιόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης (2ος αι. π.Χ.). Συνεργάστηκε στη διακόσμηση της Οκταβίας Στοάς και φιλοτέχνησε σύμπλεγμα του Πάνα και του Ολύμπου. 2. Ο Περιηγητής (2oς αι. π.Χ.). Έγραψε για την Ακρόπολη της Αθήνας και τα αναθήματά της. 3.… … Dictionary of Greek